- αναμελετώ
- (α) μετ.1) изучать, исследовать повторно; 2) вспоминать, припоминать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναμελετώ — ( άω) (Α ἀναμελετῶ) μελετώ εκ νέου ή συνεχώς, επανεξετάζω νεοελλ. αναθυμούμαι, στοχάζομαι … Dictionary of Greek